προκατάκειμαι

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκατάκειμαι Medium diacritics: προκατάκειμαι Low diacritics: προκατάκειμαι Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: prokatákeimai Transliteration B: prokatakeimai Transliteration C: prokatakeimai Beta Code: prokata/keimai

English (LSJ)

   A lie down before, at meals, Luc. Merc.Cond.26,Hld.4.16.

German (Pape)

[Seite 728] (s. κεῖμαι), sich davor od. vorher niederlegen, Luc. de merc. cond. 26, bei Tisch einen höheren Platz einnehmen, s. προκατακλίνω.

Greek (Liddell-Scott)

προκατάκειμαι: Παθ., κατάκειμαι, εἶμαι ἀνακεκλιμένος πρὸ ἄλλου τινός, ὡς π.χ. ἐν δείπνῳ, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 26, Ἡλιόδ. 4. 16.

French (Bailly abrégé)

être couché (à table) à la première place ou sur un lit plus élevé que les autres.
Étymologie: πρό, κατάκειμαι.
Par. προκατακλίνω.

Greek Monolingual

Α
είμαι ξαπλωμένος μπροστά από κάποιον άλλο, όπως σε δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατάκειμαι «είμαι ξαπλωμένος»].