προξενείο

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. το οίκημα στο οποίο είναι εγκατεστημένη η προξενική αρχή μιας χώρας («απέναντι από το προξενείο της Ισπανίας»)
2. η προξενική αρχή («... το ελληνικό προξενείο έκανε έντονο διάβημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόξενος + κατάλ. -είο (πρβλ. δημαρχ-είο). Η λ., στον λόγιο τ. προξενεῖον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].