προξενείο
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
το, Ν
1. το οίκημα στο οποίο είναι εγκατεστημένη η προξενική αρχή μιας χώρας («απέναντι από το προξενείο της Ισπανίας»)
2. η προξενική αρχή («... το ελληνικό προξενείο έκανε έντονο διάβημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόξενος + κατάλ. -είο (πρβλ. δημαρχ-είο). Η λ., στον λόγιο τ. προξενεῖον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].