προσόμοιος

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσόμοιος Medium diacritics: προσόμοιος Low diacritics: προσόμοιος Capitals: ΠΡΟΣΟΜΟΙΟΣ
Transliteration A: prosómoios Transliteration B: prosomoios Transliteration C: prosomoios Beta Code: proso/moios

English (LSJ)

ον, also α, ον Str.3.4.18:—

   A nearly like, much like, τινι E.Ph.128 (lyr.), Ar.V.356, Av.685, Amips.19, Pl.Sph.267a, etc. Adv. -ως Id.Lg.811c.

German (Pape)

[Seite 774] eigtl. nahe am gleichen, ziemlich gleich, ähnlich, τινί, Eur. Phoen. 130; Plat. Soph. 267 a Polit. 310 c u. öfter; Dem. 22, 2 u. Folgde, wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

προσόμοιος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Στράβ. 165· - σχεδὸν ὅμοιος, πολὺ ὅμοιος, τινι Εὐρ. Φοίν. 128, Ἀριστοφ. Σφ. 356, Ὄρν. 685, Πλάτ. Σοφιστ. 267Α, κτλ. Ἐπίρρ. -ως, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 811C, Ἀμειψ. ἐν «Σφενδόνῃ» 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à peu près semblable, analogue à, similaire, τινι.
Étymologie: πρός, ὅμοιος.

Greek Monolingual

-α, -ο / προσόμοιος, -οία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Α
αυτός που είναι σχεδόν όμοιος με κάποιον, παρεμφερής, παρόμοιος
νεοελλ.-μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προσόμοια
(βυζ. μουσ.) τροπάρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας που δεν έχουν δική τους μελωδία αλλά ψάλλονται πάνω στη μελωδία και στο μέτρο άλλων τροπαρίων που λέγονται αυτόμελα.
επίρρ...
προσομοίως Α
με προσόμοιο τρόπο, περίπου όμοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὅμοιος (πρβλ. παρ-όμοιος)].