προστομίδα

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

η / προστομίς, -ίδος, ΝΑ
εξάρτημα τών πνευστών οργάνων που έρχεται σε επαφή με τα χείλη του εκτελεστή και διά μέσου του οποίου αυτός φυσά και θέτει σε παλμική κίνηση τη στήλη του αέρα που περιέχεται στον σωλήνα του οργάνου παράγοντας έτσι ήχο, αλλ. επιστόμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + στομίς «εξάρτημα του χαλινού» (< στόμα)].