προσχωρώ

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source

Greek Monolingual

προσχωρῶ, -έω, ΝΑ
1. προσεγγίζω, πλησιάζω («προσεχώρεον δὲ πλησιαιτέρω τὸ στρατόπεδον τῷ στρατοπέδῳ», Ηρόδ.)
2. μτφ. συντάσσομαι με τις αρχές ή τη γνώμη κάποιου, υιοθετώ τις απόψεις κάποιου (α. «προσχώρησε στο κόμμα της αντιπολίτευσης» β. «προσεχώρησαν πρὸς Ἀθηναίους», Θουκ.)
νεοελλ.
(για πολιτεία) εισέρχομαι, συμμετέχω σε συμφωνία που προϋπήρξε μεταξύ άλλων πολιτειών
αρχ.
1. είμαι με το μέρος κάποιου («οὐκ ἐθέλει οὐδὲ ὁ Θεός προσχωρέειν πρὸς τὰς ἀνθρωπηΐας γνώμας», Ηρόδ.)
2. συναινώ, συγκατατίθεμαι («τοῑς τοῡδε προσχωρεῑν λόγοις», Σοφ.)
3. είμαι όμοιος με κάποιον, μοιάζω
4. χρησιμοποιούμαι για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + χωρῶ (< χῶρος)].