πυριτιδαποθήκη
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
Greek Monolingual
η, Ν
1. αποθήκη πυρίτιδας
2. (κατ’ επέκτ.) αποθήκη πυρομαχικών
3. μτφ. περιοχή στην οποία είναι συσσωρευμένες πολλές εντάσεις και αντιθέσεις που την καθιστούν λανθάνουσα εστία έκρηξης πολέμου («τα Βαλκάνια υπήρξαν η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτιδα + αποθήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].