ροφός

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

Greek Monolingual

και ρουφός, ο, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία του μεγαλόσωμου και εύγευστου περκόμορφου ψαριού Epinephelus guaza, που απαντά στον υποτροπικό Ατλαντικό, στη Μεσόγειο και στις ελληνικές θάλασσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορφός (με μετάθεση του -ρ-)].