σιτοδότης

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοδότης Medium diacritics: σιτοδότης Low diacritics: σιτοδότης Capitals: ΣΙΤΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: sitodótēs Transliteration B: sitodotēs Transliteration C: sitodotis Beta Code: sitodo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A furnisher of corn, CIG2804 (Aphrodisias). Man.5.308.

German (Pape)

[Seite 885] ὁ, Getreidegeber, -zutheiler, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοδότης: -ου, ὁ, ὁ παρέχων σῖτον, τροφοδότης, ὡς τὸ σιτομέτρης, Συλλ. Ἐπιγρ. 2804, Μανέθων 5. 308.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui distribue du blé.
Étymologie: σῖτος, δίδωμι.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
αυτός που μοιράζει σιτάρι δωρεάν
μσν.-αρχ.
αυτός που μοιράζει στους στρατιώτες τις μερίδες της τροφής τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο-δότης, τροφο-δότης.