ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another
-ους, τὸ, Αδ. γρφ. του κάρφος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γρφ. αντί κάρφος (< ρίζα skerbh«κάμπτω, καμπουριάζω»)].