σκάρφος

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάρφος Medium diacritics: σκάρφος Low diacritics: σκάρφος Capitals: ΣΚΑΡΦΟΣ
Transliteration A: skárphos Transliteration B: skarphos Transliteration C: skarfos Beta Code: ska/rfos

English (LSJ)

v. κάρφος.

Greek Monolingual

-ους, τὸ, Α
δ. γρφ. του κάρφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γρφ. αντί κάρφος (< ρίζα skerbh
«κάμπτω, καμπουριάζω»)].