σκάρφος
From LSJ
Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn
Full diacritics: σκάρφος | Medium diacritics: σκάρφος | Low diacritics: σκάρφος | Capitals: ΣΚΑΡΦΟΣ |
Transliteration A: skárphos | Transliteration B: skarphos | Transliteration C: skarfos | Beta Code: ska/rfos |
v. κάρφος.
-ους, τὸ, Α
δ. γρφ. του κάρφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γρφ. αντί κάρφος (< ρίζα skerbh
«κάμπτω, καμπουριάζω»)].