Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σμήξη

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν → Ne ducas iuniorem, si fueris senex → Wenn du gealtert, nimm dir keine junge Frau

Menander, Monostichoi, 110

Greek Monolingual

η / σμῆξις, -ήξεως, ΝΑ σμήχω
νεοελλ.
ναυτ. εργασία για αφαίρεση τών υδάτων που μένουν στο κατάστρωμα μετά το πλύσιμό του
αρχ.
1. καθαρισμός («σμήξει τε ὀδόντων καὶ ὀνυχισμῷ», Στράβ.)
2. πλύσιμο με σαπούνι ή με καθαριστική αλοιφή
3. σκούπισμα.