σταμάτημα

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source

Greek Monolingual

και σταμάτισμα, το, Ν σταματώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σταματώ, παύση, στάση (α. «σταμάτημα της καρδιάς» β. «σταμάτημα της μηχανής» γ. «σταμάτημα της βροχής»)
2. εξαναγκασμός σε παύση, σε στάσησταμάτημα τών ληστών από τους αστυνομικούς»)
3. παρεμπόδιση, ανακοπή, αναχαίτιση (α. «σταμάτημα της αιμορραγίας» β. «σταμάτημα της επίθεσης»).