στέργημα

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέργημα Medium diacritics: στέργημα Low diacritics: στέργημα Capitals: ΣΤΕΡΓΗΜΑ
Transliteration A: stérgēma Transliteration B: stergēma Transliteration C: stergima Beta Code: ste/rghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A love-charm, τινος to influence him, S.Tr.1138.

German (Pape)

[Seite 936] τό, = στέργηθρον, Soph. Trach. 1128.

Greek (Liddell-Scott)

στέργημα: τό, φίλτρον, φυλακτήριον ἔρωτος, «μάγια», τινός, ὅπως ἐπιδράσῃ εἴς τινα, Σοφ. Τρ. 1138.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
philtre amoureux.
Étymologie: στέργω.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α στέργω
στέργηθρον.