στιχοποιός

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source

German (Pape)

[Seite 944] Verse machend, verächtlicher Ausdruck für Dichter, Verseschmied (?).

Greek (Liddell-Scott)

στῐχοποιός: ὁ, ὁ ποιῶν στίχους, στιχογράφος, Ἐκκλ.· στιχοποιέω, Γλωσσ.· καὶ στῐχοποιία, ἡ, τὸ ποιεῖν στίχους, στιχογραφία, Πλούτ. 2. 45Β.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
1. στιχουργός
2. (με ειρωνική σημ.) στιχοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + -ποιός].