λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
[Seite 960] ἡ, dor. statt στοά, die Halle, s. στοιά.
ἡ, Α(δ. γρφ.) βλ. στοά.