στρύχνον

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρύχνον Medium diacritics: στρύχνον Low diacritics: στρύχνον Capitals: ΣΤΡΥΧΝΟΝ
Transliteration A: strýchnon Transliteration B: strychnon Transliteration C: strychnon Beta Code: stru/xnon

English (LSJ)

τό (also στρύχνος, ὁ, v. infr.), name of various plants:    1 σ. ἁλικάκκαβον, winter cherry, Physalis Alkekengi, Dsc. 4.71, Plin.HN21.177.    2 σ. κηπαῖον, hound's berry, Solanum nigrum, Dsc.4.70; v.l. στρύχνος, ὁ, and so Thphr.HP7.15.4.    3 σ. μανικόν (στρύχνος μανικός ib.9.11.6), thorn-apple, Datura Stramonium, Dsc.4.73.    4 σ. ὑπνωτικόν (στρύχνος ὑπνώδης Thphr.HP9.11.5), sleepy nightshade, Withania somnifera, Dsc.4.72 (στρύχνος is f.l. for στρίφνος in LXX Jb.20.18, and στρύχνον for τρύχνον in Nic.Th. 878).

Greek (Liddell-Scott)

στρύχνον: τό, = τῷ ἐπομ., Νικ. Θηρ. 878, Διοσκ. 4. 72· - στρύχνη, ἡ, εἶναι ἀμφίβολ.

Spanish

adormidera, solano

Greek Monolingual

και τρύχνον, τὸ, Α
ονομασία διαφόρων ειδών φυτών (α. «στρύχνον ἀλικάκκαβον» — είδος κερασιάς
β. «στρύχνον κηπαῑον» — είδος μουριάς
γ. «στρύχνον μανικόν» — είδος μηλιάς
δ. «στρύχνον ὑπνωτικόν» — φυτό με υπνωτικές ιδιότητες).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].