στρογγυλόγλυφος
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
ον,
A with carved mouldings, Hero Aut.25.7.
German (Pape)
[Seite 955] rund geschnitzt, Mathem. vett.
Greek (Liddell-Scott)
στρογγῠλόγλῠφος: -ον, γεγλυμμένος στρογγύλως, Ἥρων Αὐτομ. 269Β.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει στρογγυλά σκαλίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -γλυφος (< γλύφω), πρβλ. χρυσό-γλυφος].