Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω → Give me a place to stand on, and I will move the Earth.
-είρακος, ὁ, ἡ, Μέφηβος ταυτόχρονα με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεῖραξ, -ακος «έφηβος, παληκαράκι»].