συμπαρίσταμαι

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ενεργ. συμπαρίστημι Α παρίστημι/ παριστάνω
παραστέκω σε κάποιον, δίνω συμπαράσταση σε κάποιον, τον υποστηρίζω υλικά και ηθικά, τον βοηθώ
αρχ.
1. παίρνω θέση κοντά σε κάποιον
2. ενεργ. τοποθετώ τον έναν κοντά στον άλλον.