συμπαρίσταμαι
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ενεργ. συμπαρίστημι Α παρίστημι/ παριστάνω
παραστέκω σε κάποιον, δίνω συμπαράσταση σε κάποιον, τον υποστηρίζω υλικά και ηθικά, τον βοηθώ
αρχ.
1. παίρνω θέση κοντά σε κάποιον
2. ενεργ. τοποθετώ τον έναν κοντά στον άλλον.