σύμπυκνος
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
ον,
A pressed together, compressed, tight, X.Eq.10.10.
German (Pape)
[Seite 990] dicht oder eng zusammengedrängt, Xen. equ. 10, 10.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπυκνος: -ον, πολὺ πυκνός, κατάπυκνος, σφικτός, Ξεν. Ἱππ. 10, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
compact.
Étymologie: σύν, πυκνός.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολύ πυκνός.