κατάπυκνος
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
κατάπυκνον, strengthened for πυκνός,
A thick, tufted, ἕρπυλλος Theoc.Ep.1.1.
2 Milit., ἐν κ. στάσει in close formation, Ascl. Tact.5.1.
II Medic., very costive, κοιλίη Hp.Acut.(Sp.) 56.
III κ. εἰς σχηματισμόν often using a formation, A.D.Adv.186.2; ἡ διάλεκτος κ. ἐπὶ τὴν Χρῆσιν Id.Synt.50.18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. dense :
1 très épais;
2 très dur;
II. fréquent.
Étymologie: κατά, πυκνός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατά-πυκνος -ον geneesk. geconstipeerd.
Russian (Dvoretsky)
κατάπυκνος: весьма густой, плотный (ἕρπυλλος Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
κατάπυκνος: -ον, ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ πυκνός, λίαν πυκνός, Θεοκρ. ἐπιγρ. 1. 1. ΙΙ. ὡς ἰατρικὸς ὅρος, λίαν δυσκοίλιος, ἢν δέ σοι κατάπυκνος ἡ κοιλία δοκέῃ εἶναι, μαλθακῷ κλύσματι ὑπόκλυζε Ἱππ. 406. 10. ΙΙΙ. κ. εἴς ἢ ἐπί τι· «ἡ διάλεκτος κατάπυκνος ἐπὶ τὴν τοῦ τ χρῆσιν» Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 56, Α. Β. 598.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κατάπυκνος, -ον)
πολύ πυκνός
αρχ.
1. πολύ δυσκοίλιος («κοιλίη κατάπυκνος», Ιπποκρ.)
2. γραμμ. αυτός που χρησιμοποιεί κάτι πολλές φορές.
Greek Monotonic
κατάπυκνος: -ον, ο πολύ πυκνός, σε Θεόκρ.