συνδιημερεύω

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιημερεύω Medium diacritics: συνδιημερεύω Low diacritics: συνδιημερεύω Capitals: ΣΥΝΔΙΗΜΕΡΕΥΩ
Transliteration A: syndiēmereúō Transliteration B: syndiēmereuō Transliteration C: syndiimereyo Beta Code: sundihmereu/w

English (LSJ)

   A spend one's days with, τινι X.Smp.4.44, Arist.Rh.1381a30, EN1162b16 (v.l. for συνημ-) ; ἐπισφαλὲς τοῖς ὑπὸ φθόης συνεχομένοις συνδιημερεύειν Gal.7.279; μετά τινων Arist.EN 1166b14 (v.l. for συνημ-).

German (Pape)

[Seite 1008] einen Tag mit einem Andern zu gleich, zusammen zubringen, verleben, τινί; Xen. Conv. 4, 44; Arist. rhet. 2, 4; Sp., wie Luc. Amor. 4; τοῖς ὴλικιώταις, Plut. Lycurg. 15.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιημερεύω: διέρχομαι τὴν ἡμέραν μετά τινος, τινι Ξεν. Συμπ. 4. 44, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12, Ἠθικ. Νικ. 8. 13, 1· μετά τινων αὐτόθι 9. 4, 9.

French (Bailly abrégé)

passer la journée avec, τινι.
Étymologie: σύν, διημερεύω.

Greek Monolingual

ΜΑ διημερεύω
περνώ την ημέρα μου με άλλον.