συνεκκαίδεκα
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
A sixteen together, by sixteens, D.18.104.
German (Pape)
[Seite 1012] je sechszehn, immer sechszehn zusammen, Dem. 18, 104.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκκαίδεκα: δεκαὲξ ὁμοῦ, κατὰ δεκαέξ, Δημ. 260, ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
(οἱ, αἱ, τά)
indécl.
seize ensemble, seize par seize.
Étymologie: σύν, ἑκκαίδεκα.
Greek Monolingual
Α
1. δεκαέξι μαζί
2. ανά δεκαέξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκαίδεκα «δεκαέξι» (πρβλ. συν-τρεῖς)].