σύναλος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ον,
A eating salt with one, Gloss.
German (Pape)
[Seite 999] mit Einem Salz essend, übh. mitessend, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
σύνᾰλος: -ον, ὁ συνεσθίων ἅλας μετά τινος, φίλος τινός, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που τρώει αλάτι μαζί με κάποιον, φίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αλος (< ἅλς, ἁλός), πρβλ. κάθ-αλος].
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που τρώει αλάτι μαζί με κάποιον, φίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αλος (< ἅλς, ἁλός), πρβλ. κάθ-αλος].