συναρμόττω
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
Att. for συναρμόζω (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1004] att. statt συναρμόζω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
συναρμόττω: Ἀττικ. ἀντὶ συναρμόζω.
Greek Monolingual
Α
(αττ. τ.) βλ. συναρμόζω.
Greek Monolingual
Α
(αττ. τ.) βλ. συναρμόζω.