συνδημιουργός
Μέλλοντα ταῦτα. Τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν· μέλει γὰρ τῶνδ' ὅτοισι χρὴ μέλειν → Tomorrow is tomorrow. Future cares have future cures, and we must mind today.
English (LSJ)
ὁ,
A fellow-workman, Pl. Lg.671d. II Dor. συνδᾱμιοργοί, τοί, fellow-δαμιοργοί, of magistrates in Locris, IG9(1).335 (V B.C.).
German (Pape)
[Seite 1006] mit verfertigend, Mitschöpfer, Miturheber, τῶν νόμων Plat. Legg. II, 671 d.
Greek (Liddell-Scott)
συνδημιουργός: ὁ, ὁ συνδημιουργῶν, ὁ ὁμοῦ μετ’ ἄλλου δημιουργῶν τι, Πλάτ. Νόμ. 671D, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 616A.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ και δωρ. τ. συνδαμιοργός Α δημιουργός
1. αυτός που δημιουργεί μαζί με άλλον ή συγχρόνως με άλλον («ὁ Υἱὸς γέγονε συνδημιουργὸς τῷ Πατρί», Επιφάν.)
2. (ο δωρ. τ. στον πληθ.) τοί συνδαμιοργοί
(στους Λοκρούς) οι από κοινού άρχοντες.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ και δωρ. τ. συνδαμιοργός Α δημιουργός
1. αυτός που δημιουργεί μαζί με άλλον ή συγχρόνως με άλλον («ὁ Υἱὸς γέγονε συνδημιουργὸς τῷ Πατρί», Επιφάν.)
2. (ο δωρ. τ. στον πληθ.) τοί συνδαμιοργοί
(στους Λοκρούς) οι από κοινού άρχοντες.