διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
[Seite 1108] adv., dor. = ἐκεῖ, dort, Theocr. 1, 106, oft.
ή τηνεί Α
επίρρ.
1. εκεί
2. εδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆνος, δωρ. τ. του ἐκεῖνος + κατάλ. -εί /-εῖ, αρχ. τοπικής (πρβλ. εκ-εί)].