φυσικότητα
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
Greek Monolingual
η, Ν
(σχετικά με έκφραση, συμπεριφορά, χαρακτήρα) η ιδιότητα του φυσικού, η ειλικρίνεια, η απλότητα, το ανεπιτήδευτο, το απροσποίητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσικός. Η λ., στον λόγιο τ. φυσικότης, μαρτυρείται από το 1852 στον Φίλ. Ιωάννου].