τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
φιλοδωρῶ, -έω, ΝΜ φιλόδωρος
1. χαρίζω κάτι ως ένδειξη φιλίας
2. ανταμείβω κάποιον για υπηρεσία που μού προσέφερε.