ταυροκαθάψια

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροκᾰθάψια Medium diacritics: ταυροκαθάψια Low diacritics: ταυροκαθάψια Capitals: ΤΑΥΡΟΚΑΘΑΨΙΑ
Transliteration A: taurokathápsia Transliteration B: taurokathapsia Transliteration C: tavrokathapsia Beta Code: taurokaqa/yia

English (LSJ)

τά,

   A bull-fight, held on occasion of a festival in Thessaly, Sch. Pi.P.2.78; at Smyrna, CIG3212; at Sinope, ib.4157: also ταυρο-κάθαψις, εως, ἡ, IGRom.4.460 (Pergam.), unless ταύρο-ψιν is for -ψιον.

German (Pape)

[Seite 1073] τά, ein Fest, bei dem Stierhetzen gehalten wurden, bes. in Thessalien gebräuchlich, Böckh Schol. Pind. P. 2, 78. Vgl. ταυρελάτης, ταυροκαθάπτης.

Greek Monolingual

τα, ΝΑ ταυροκαθάπτης
(κατά την αρχαιότητα στη Θεσσαλία, στη Σμύρνη, στην Έφεσο, στη Σινώπη, στην Άγκυρα και στην Καρία) εορτή, πιθανώς θρησκευτικού χαρακτήρα, κατά την οποία γίνονταν αγωνίσματα με ταύρους.