φοῦρνος

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοῦρνος Medium diacritics: φοῦρνος Low diacritics: φούρνος Capitals: ΦΟΥΡΝΟΣ
Transliteration A: phoûrnos Transliteration B: phournos Transliteration C: foyrnos Beta Code: fou=rnos

English (LSJ)

ὁ, = Lat.

   A furnus, Ath.3.113c, Erot. s.v. ἰπνός.

German (Pape)

[Seite 1301] ὁ, der Ofen, das lat. furnus, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φοῦρνος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. furnus, Ἀθήν. 113C, Ἐρωτιαν. ἐν λέξ. ἰπνός.

Greek Monolingual

ο, Ν. ζωολ. κοινή ονομασία είδους βατράχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του φρύνος, με τροπή του -ν- σε -ον- (πρβλ. και φροῦνος), μετάθεση του -ρ- (πρβλ. και φούρνα) και καταβιβασμό του τόνου].