τρισευδαίμων

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσευδαίμων Medium diacritics: τρισευδαίμων Low diacritics: τρισευδαίμων Capitals: ΤΡΙΣΕΥΔΑΙΜΩΝ
Transliteration A: triseudaímōn Transliteration B: triseudaimōn Transliteration C: trisevdaimon Beta Code: triseudai/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A thrice-happy, B.3.10, Luc.Sacr.2, Merc.Cond.3, etc.

Greek (Liddell-Scott)

τρισευδαίμων: -ον, τρὶς εὐδαίμων, πάνυ εὐδαίμων, ὡς τὸ τρισόλβιος, τρίσμακαρ, Λουκ. περὶ Θυσιῶν 2, περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
(trois fois, càd) tout à fait heureux.
Étymologie: τρίς, εὐδαίμων.

Greek Monolingual

-ονος, -ον, Α
ευδαιμονέστατος, ευτυχέστατος, τρισμακάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + εὐδαίμων «ευτυχής»].