Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τσόχα

From LSJ
Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

η, Ν
1. είδος μάλλινου υφάσματος
2. μτφ. α) (για πρόσ.) πονηρός, κατεργάρης («σού είναι μια τσόχα»)
β) η χαρτοπαιξία
3. φρ. α) «ούτε την τσόχα θα χάσω ούτε τα ραφτικά» — δεν έχω να χάσω τίποτε
β) «τί πληρώνει; την τσόχα ή τα ραφτικά;» — λέγεται όταν κάποιος αποκτά κάτι αβασάνιστα, χωρίς κόπους
γ) «τον έφαγε η τσόχα» — λέγεται για κάποιον που έχει καταστραφεί από το πάθος του για χαρτοπαιξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cuha].