χήνημα

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χήνημα Medium diacritics: χήνημα Low diacritics: χήνημα Capitals: ΧΗΝΗΜΑ
Transliteration A: chḗnēma Transliteration B: chēnēma Transliteration C: chinima Beta Code: xh/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A wide gape, mocking laugh, Hsch.; also aor. χηνῆσαι· καταμωκήσασθαι, from χηνάω or -έω.

German (Pape)

[Seite 1353] τό, das Maulaufsperren, bes. das Verlachen mit aufgesperrtem Munde, dah. Verachtung, Spott, Hesych. Vgl. χηνυστράω.

Greek (Liddell-Scott)

χήνημα: τό, περίπαιγμα μὲ χάσκον στόμα, «χήνημα· καταμώκημα» Ἡσύχ., ὅστις ἔχει καὶ ἀόρ. «χηνῆσαι· καταμωκήσασθαι» ἐκ ῥήματος χηνάω ἢ -έω πρβλ. Λοβεκ. Τεχν. 260.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το να γελάει κανείς περιφρονητικά με ανοιχτό το στόμα εις βάρος κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χην- της εκτεταμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χαίνω + κατάλ. -ημα (βλ. και λ. χάσκω)].