σφαγέας
From LSJ
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
Greek Monolingual
ο / σφαγεύς, -έως, ΝΜΑ
αυτός που σφάζει, σφάχτης
νεοελλ.
αυτός που έχει ως επάγγελμα τη σφαγή τών ζώων τα οποία προορίζονται για κατανάλωση
μσν.
ως επίθ. φονικός («ἐὰν τις χεῑρα ἐκτείνῃ σφαγέα, εἰς ἀδικίαν ἀποβήσεται αὐτῷ», Αχμ. Ονειροκρ.)
αρχ.
1. δολοφόνος, φονιάς
2. συνεκδ. α) μαχαίρι θυσίας
β) το ξίφος πάνω στο οποίο έμελλε να πέσει ο Αίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαγή + κατάλ. -εύς / -έας (πρβλ. φορ-εύς / φορέας)].