σφαραγίζω

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰρᾰγίζω Medium diacritics: σφαραγίζω Low diacritics: σφαραγίζω Capitals: ΣΦΑΡΑΓΙΖΩ
Transliteration A: spharagízō Transliteration B: spharagizō Transliteration C: sfaragizo Beta Code: sfaragi/zw

English (LSJ)

   A stir up with noise and bustle, σὺν δ' ἄνεμοι ἔνοσίν τε κονίην τ' ἐσφαράγιζον Hes.Th.706.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰρᾰγίζω: δονῶ, μετὰ ψόφου ἠχῶ, καθ’ Ἡσύχ. ἐν λ. ἐσφαράγιζον, σὺν δ’ ἄνεμοι ἔνοσίν τε κόνιν τ’ ἐσφαράγιζον, «οἱ δὲ ἄνεμοι σεισμοὺς καὶ κόνιν ἐποίουν, ἠχοῦντες συνετάρασσον» (Σχόλ.), Ἡσ. Θεογ. 706.

French (Bailly abrégé)

soulever avec bruit.
Étymologie: σφάραγος.

Greek Monolingual

Α
ηχώ με πολύ θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του σφαραγοῦμαι με κατάλ. -ίζω].