ταλάντευση

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

η / ταλάντευσις, -εύσεως, ΝΜ ταλαντεύω
διαδοχική κίνηση προς αντίθετη φορά, αιώρηση
νεοελλ.
1. μτφ. δισταγμός, αμφίρροπη στάση
2. στον πληθ. οι ταλαντεύσεις
(παλαιός όρος) οι ταλαντώσεις.