χειροπόδαρα
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
Greek Monolingual
καιχεροπόδαρα Ν
επίρρ. τόσο στα χέρια όσο και στα πόδια (α. «πιάστηκε χειροπόδαρα» β. «δεμένος χειροπόδαρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + ποδάρι + επιρρμ. κατάλ. -α].