υπερτίμημα

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source

Greek Monolingual

το, Ν
υπερτιμώ
1. η αύξηση της αξίας ή της προσόδου ενός περιουσιακού στοιχείου
2. το χρηματικό όφελος που αποκομίζει ο ιδιοκτήτης από την υπερτίμηση της περιουσίας του
3. η ποσότητα κατά την οποία αυξάνεται η αγοραία τιμή ενός αγαθού σχετικά με την συνήθη ή την προηγούμενη τιμή του
4. η επί πλέον διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας ενός τίτλου ή της πραγματικής αξίας ενός νομίσματος και της τρέχουσας τιμής του.