χαλβαδοποιός
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
ο, Ν
1. ο τεχνίτης, ο ζαχαροπλάστης που παρασκευάζει χαλβά
2. βιοτέχνης ή βιομήχανος χαλβαδοποιίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλβάς, -άδες + -ποιός. Η λ. στον πληθ. χαλβαδοποιοί, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].