υποκόλπιος
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά κάποιου («μὴ τὸν ἐραστὴν εἶδες ἔχονθ' ὑποκόλπιον ἄλλην;», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. αυτός που είναι κρυμμένος μέσα στην αγκαλιά ή κάτω από τη ζώνη κάποιου (α. «βιβλίδιον... πολλάκι φοιτήσεις ὑποκόλπιον», Ανθ. Παλ.
β. «παίουσι πληγαῑς κατακαρδίαις ξίφεσιν, οἷς ἐπεφέροντο ὑποκολπίοις», Ηρωδιαν.)
2. αυτός που βρίσκεται στην κοιλιά, δηλαδή στη μήτρα, της μητέρας του
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποκόλπιον τοῡ χώρου
τῆς στάσεως χῶραι αἱ ἄτιμοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κόλπος (Ι) + κατάλ. -ιος (πρβλ. ἐγ-κόλπ-ιος)].