μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
[Seite 1056] ὁ, s. das Vor.
ή σχοινίκλος, ὁ, Α
το πτηνό σουσουράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα -ίλος (πρβλ. πεπρ-ίλος)].