σχοινίλος

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινίλος Medium diacritics: σχοινίλος Low diacritics: σχοινίλος Capitals: ΣΧΟΙΝΙΛΟΣ
Transliteration A: schoinílos Transliteration B: schoinilos Transliteration C: schoinilos Beta Code: sxoini/los

English (LSJ)

v. σχοινίκλος.

German (Pape)

[Seite 1056] ὁ, s. das Vor.

Greek Monolingual

ή σχοινίκλος, ὁ, Α
το πτηνό σουσουράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα -ίλος (πρβλ. πεπρίλος)].