χειμερίαση
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
1. ιατρ. κατάσταση επιβράδυνσης της ζωής, που προκαλείται με φαρμακευτικά και φυσικά μέσα σε έναν ομοιόθερμο οργανισμό και συνεπάγεται ελάττωση του μεταβολισμού, τών οξειδώσεων και της κεντρικής θερμοκρασίας του σώματος, με ταυτόχρονη διατήρηση της ζωής και της κυτταρικής διεγερσιμότητας
2. (κατ' επέκτ.) το σύνολο τών μεθόδων με τις οποίες επιτυγχάνεται η παραπάνω κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειμέριος + κατάλ. -ίαση].