φρενοκολικός

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
ανατ. 1.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο διάφραγμα και στο κόλον συγχρόνως
2. φρ. «φρενοκολικός σύνδεσμος»
ιατρ. περιτοναϊκή πτυχή που συνδέει την αριστερή καμπή του κόλπου με το διάφραγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρην, φρενός- + κόλο(ν)].