τένις
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
Greek Monolingual
το, Ν
(αθλητ.) ξενικός όρος για την αντισφαίριση, άθλημα για δύο ή τέσσερεις αθλητές το οποίο παίζεται με ρακέτες και μικρή μπάλα σε γήπεδο που χωρίζεται με δίχτυ σε δύο ίσα μέρη και κατά τη διεξαγωγή του οποίου η μπάλα πρέπει να περνά πάνω από το δίχτυ στην αντίπαλη περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tennis < μέσο αγγλ. tenys, πιθ. < αρχ. γαλλ. tenetz < ρ. tenir «κρατώ»].