συνεστραμμένως

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεστραμμένως Medium diacritics: συνεστραμμένως Low diacritics: συνεστραμμένως Capitals: ΣΥΝΕΣΤΡΑΜΜΕΝΩΣ
Transliteration A: synestramménōs Transliteration B: synestrammenōs Transliteration C: synestrammenos Beta Code: sunestramme/nws

English (LSJ)

Adv., (συστρέφω)

   A as if twisted up, σ. εἰπεῖν speak tersely, Arist.Rh.1401a5 (v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεστραμμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ συστρέφω, κατὰ τρόπον συνεστραμμένον, σ. εἰπεῖν, συντόμως, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 2.

French (Bailly abrégé)

adv.
d’une manière serrée.
Étymologie: συνεστραμμένος, part. pf. Pass. de συστρέφω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (για λόγο) με πολλές περιστροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεστραμμένος του συστρέφω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (για λόγο) με πολλές περιστροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεστραμμένος του συστρέφω.