φιόγκος

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. τρόπος δεσίματος γραβάτας, κορδέλας ή κορδονιού σε σχήμα πεταλούδας
2. (κατ' επέκτ.) το δεμένο με τον τρόπο αυτό αντικείμενο
3. μτφ. (για πρόσ.) τζιτζιφιόγκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fiocco «νιφάδα, τολύπη μαλλιού, κόμπος γραβάτας»].