υψηλότητα
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
Greek Monolingual
η / ὑψηλότης, -ητος, ΝΜΑ υψηλός
η ιδιότητα του υψηλού
νεοελλ.
προσφώνηση πριγκίπων («η Αυτού [ή Αυτής] Υψηλότητα»).