πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
-α, -ο, Ν
αυτός που προέρχεται από τον ταύρο, ταύρειος, βοϊδήσιος («ταυρήσιο κρέας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταύρος + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. σκυλ-ήσιος)].